εξέταστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξέταστρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξέταστρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα χρήματα που πρέπει να πληρώσει κάποιος για να συμμετάσχει σε εξετάσεις
- μα είναι δυνατόν τα δίδακτρα να είναι λιγότερα από τα εξέταστρα;
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- αν και δεν συνηθίζεται, προφορικά χρησιμοποιείται και ο ενικός εξέταστρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξέταστρα
|