εξαργυρώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εξαργυρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξαργυρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαργυρώνω
  3. θα εξαργυρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαργυρώνω