εξαργυρώσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εξαργυρώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαργυρώνω
  2. θα εξαργυρώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαργυρώνω