εξαρτάται

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξαρτάται

  • γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος εξαρτώμαι
  • να εξαρτάται: γ' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος εξαρτώμαι
  • θα εξαρτάται: γ' ενικό οριστικής εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος εξαρτώμαι