εξασθενώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξασθενώ < αρχαία ελληνική ἐξασθενῶ < σθένος
Ρήμα[επεξεργασία]
εξασθενώ
- άλλη μορφή του εξασθενίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εξασθενημένος
- εξασθένηση
- εξασθενίζω
- εξασθένιση
- εξασθενισμένος
- → δείτε τη λέξη σθένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξασθενώ
|