εξαχνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

εξαχνίζω (el)

  • προκαλώ εξάχνωση, εκθέτω υλικό σε συνθήκες που προκαλούν εξάχνωση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]