εξευμενίσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξευμενίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξευμενίζω
- θα εξευμενίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξευμενίζω