εξευτέλισα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kseˈfte.li.sa/
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξευτέλισα
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εξευτελίζω
Δείτε επίσης : ἐξευτέλισα |
εξευτέλισα