εξισορροπήσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξισορροπήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξισορροπώ
- θα εξισορροπήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξισορροπώ