εξομαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξομαλίζω < ελληνιστική κοινή ἐξομᾰλίζω < αρχαία ελληνική ὁμαλός

εξομαλίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]