εξορίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξορίζω < αρχαία ελληνική ἐξορίζω < ἐξ + ὁρίζω < ὅρος (=όριο, σύνορο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksoˈɾi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

εξορίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]