εξορμάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξορμάω < αρχαία ελληνική ἐξορμάω / ἐξορμῶ < ἐξ + ὁρμάω / ὁρμῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksoɾˈma.o/

Ρήμα[επεξεργασία]

εξορμάω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]