εξοστρακίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εξοστρακίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξοστρακίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοστρακίζω
  3. θα εξοστρακίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοστρακίζω