επανακάμψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επανακάμψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επανακάμπτω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επανακάμπτω
  3. θα επανακάμψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επανακάμπτω