επανακάμψω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επανακάμψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επανακάμπτω
  2. θα επανακάμψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επανακάμπτω