επαναμισθώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
επαναμισθώνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαναμισθώνω | επαναμίσθωνα | θα επαναμισθώνω | να επαναμισθώνω | επαναμισθώνοντας | |
β' ενικ. | επαναμισθώνεις | επαναμίσθωνες | θα επαναμισθώνεις | να επαναμισθώνεις | επαναμίσθωνε | |
γ' ενικ. | επαναμισθώνει | επαναμίσθωνε | θα επαναμισθώνει | να επαναμισθώνει | ||
α' πληθ. | επαναμισθώνουμε | επαναμισθώναμε | θα επαναμισθώνουμε | να επαναμισθώνουμε | ||
β' πληθ. | επαναμισθώνετε | επαναμισθώνατε | θα επαναμισθώνετε | να επαναμισθώνετε | επαναμισθώνετε | |
γ' πληθ. | επαναμισθώνουν(ε) | επαναμίσθωναν επαναμισθώναν(ε) |
θα επαναμισθώνουν(ε) | να επαναμισθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαναμίσθωσα | θα επαναμισθώσω | να επαναμισθώσω | επαναμισθώσει | ||
β' ενικ. | επαναμίσθωσες | θα επαναμισθώσεις | να επαναμισθώσεις | επαναμίσθωσε | ||
γ' ενικ. | επαναμίσθωσε | θα επαναμισθώσει | να επαναμισθώσει | |||
α' πληθ. | επαναμισθώσαμε | θα επαναμισθώσουμε | να επαναμισθώσουμε | |||
β' πληθ. | επαναμισθώσατε | θα επαναμισθώσετε | να επαναμισθώσετε | επαναμισθώστε | ||
γ' πληθ. | επαναμίσθωσαν επαναμισθώσαν(ε) |
θα επαναμισθώσουν(ε) | να επαναμισθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επαναμισθώσει | είχα επαναμισθώσει | θα έχω επαναμισθώσει | να έχω επαναμισθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επαναμισθώσει | είχες επαναμισθώσει | θα έχεις επαναμισθώσει | να έχεις επαναμισθώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επαναμισθώσει | είχε επαναμισθώσει | θα έχει επαναμισθώσει | να έχει επαναμισθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επαναμισθώσει | είχαμε επαναμισθώσει | θα έχουμε επαναμισθώσει | να έχουμε επαναμισθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επαναμισθώσει | είχατε επαναμισθώσει | θα έχετε επαναμισθώσει | να έχετε επαναμισθώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επαναμισθώσει | είχαν επαναμισθώσει | θα έχουν επαναμισθώσει | να έχουν επαναμισθώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναμισθώνω
|