επανασυγκροτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επανασυγκροτώ < επί + ανασυγκροτώ
Ρήμα
[επεξεργασία]επανασυγκροτώ
- ανασυγκροτώ εκ νέου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επανασυγκροτώ
|