επανασυγκροτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επανασυγκροτώ < επί + ανασυγκροτώ

επανασυγκροτώ

  • ανασυγκροτώ εκ νέου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]