επαυξημένη πρόταση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαυξημένη πρόταση < → δείτε τις λέξεις επαυξημένη και πρόταση

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

επαυξημένη πρόταση θηλυκό

  • (γραμματική): η πρόταση που περιλαμβάνει, εκτός από κύριους όρους (υποκείμενο και κατηγόρημα) και προσδιορισμούς καλούμενοι δευτερεύοντες όροι της πρότασης

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]