επικαλύπτομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικαλύπτομαι: παθητική φωνή του ρήματος επικαλύπτω

Ρήμα[επεξεργασία]

επικαλύπτομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]