επικρούσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επικρούσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επικρούω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικρούω
- θα επικρούσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικρούω