επισκοπήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επισκοπήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επισκοπώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισκοπώ
  3. θα επισκοπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισκοπώ