επισκοπήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επισκοπήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισκοπώ
  2. θα επισκοπήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισκοπώ