επιστρατευτεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επιστρατευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιστρατεύομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιστρατεύομαι
  3. θα επιστρατευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιστρατεύομαι