επιτηδευτεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επιτηδευτεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιτηδεύομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτηδεύομαι
- θα επιτηδευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτηδεύομαι