ετήσια εκτροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ετήσια εκτροπή θηλυκό
- (αστρονομία): η αστρική εκτροπή που προκύπτει από την κίνηση της Γης γύρω από τον Ήλιο κατ΄ έτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετήσια εκτροπή
|