ευκόλως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευκόλως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐκόλως < εὔκολος. Συγχρονικά αναλύεται σε εύκολ(ος) + -ως.
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευκόλως
- (λόγιο) εύκολα
- ιδίως στην έκφραση: τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευκόλως
|
Πηγές[επεξεργασία]
- εύκολος (& ευκόλως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας