ευτάκτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευτάκτως < αρχαία ελληνική εὐτάκτως < εὔτακτος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευτάκτως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευτάκτως
|
ευτάκτως
|