ευτρεπίσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ευτρεπίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευτρεπίζω
  2. θα ευτρεπίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευτρεπίζω