ευφημιστικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευφημιστικώς < ευφημιστικός + -ώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ευφημιστικώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]