ευφρανθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ευφρανθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ευφραίνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευφραίνομαι
- θα ευφρανθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευφραίνομαι