εφυαλώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εφυαλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εφυαλώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εφυαλώνω
  3. θα εφυαλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εφυαλώνω