εὐτράπελος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐτράπελος < αρχαία ελληνική εὐτράπελος

Επίθετο[επεξεργασία]

εὐτράπελος



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐτράπελος < από το εὖ και το τρέπω

Επίθετο[επεξεργασία]

εὐτράπελος

  1. που γυρίζει ή αλλάζει εύκολα
  2. που είναι επιδέξιος στο να αλλάζει την κουβέντα
  3. ετοιμόλογος
  4. ευτράπελος