εὔφωνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὔφωνος < εὖ + φωνή

Επίθετο[επεξεργασία]

εὔφωνος

  1. γλυκόφωνος, μελωδικός, μουσικός
  2. βροντόφωνος (λέγεται για κήρυκα)