εὖ πεπονθότα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τὰ εὖ πεπονθότα/ οἱ εὖ πεπονθότες < → δείτε τις λέξεις εὖ, πεπονθότα, πεπονθότες και πάσχω

Έκφραση[επεξεργασία]

τὰ εὖ πεπονθότα/ οἱ εὖ πεπονθότες

  • οι ευεργεσίες, που έλαβε κάποιος,/ οι ευεργετηθέντες
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 9, 1168a
    μάλιστα δ᾽ ἴσως τοῦτο περὶ τοὺς ποιητὰς συμβαίνει· ὑπεραγαπῶσι γὰρ οὗτοι τὰ οἰκεῖα ποιήματα, στέργοντες ὥσπερ τέκνα. τοιούτῳ δὴ ἔοικε καὶ τὸ τῶν εὐεργετῶν· τὸ γὰρ εὖ πεπονθὸς ἔργον ἐστὶν αὐτῶν· τοῦτο δὴ ἀγαπῶσι μᾶλλον ἢ τὸ ἔργον τὸν ποιήσαντα.
    Ίσως όμως αυτό συμβαίνει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στους ποιητές· γιατί αυτοί έχουν μια υπερβολική αγάπη για τα ποιήματά τους, που τα λατρεύουν σαν παιδιά τους. Με αυτό λοιπόν είναι που μοιάζει η περίπτωση των ευεργετών: αυτό που έχει δεχτεί την ευεργεσία τους είναι έργο τους· το αγαπούν λοιπόν περισσότερο από ό,τι το έργο αγαπάει αυτόν που το έκανε.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 2, 1402b
    ἀλλ᾽ οὐδ᾽ οἱ εὖ πεπονθότες ἀεὶ φιλοῦσιν.
    ούτε και αυτοί που ευεργετήθηκαν από κάποιον τον αγαπούν παντοτινά.
    Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 182
    οὐ γὰρ ᾤοντο δεῖν ἐν τοῖς γράμμασι τιμᾶσθαι, ἀλλ᾽ ἐν τῇ μνήμῃ τῶν εὖ πεπονθότων, ἣ ἀπ᾽ ἐκείνου τοῦ χρόνου μέχρι τῆσδε τῆς ἡμέρας ἀθάνατος οὖσα διαμένει.
    Γιατί πίστευαν ότι δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να βρίσκεται η διάκριση στα ψηφίσματα αλλά στη μνήμη των ευεργετημένων, που από εκείνη την εποχή παραμένει συνεχώς αναλλοίωτη μέχρι σήμερα.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 243
    ἢ τοιοῦτός ἐστιν ὃν γέγραφας στεφανοῦσθαι οἷος μὴ γιγνώσκεσθαι ὑπὸ τῶν εὖ πεπονθότων, ἂν μή τίς σοι συνείπῃ;
    Ή μήπως αυτός που έχεις προτείνει να στεφανωθεί είναι άγνωστος στους ευεργετηθέντες; Εκτός και αν χρειάζεσαι συνήγορο.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr

Πηγές[επεξεργασία]