ζίλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζίλια < (άμεσο δάνειο) τουρκική zil + -ια (κατάληξη πληθυντικού) < περσική ς προέλευσης[1], (κύμβαλο, πιατίνι, κρόταλο ντεφιού, γκογκ, κουδούνι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzi.ʎa/
ομόηχα: ζήλια, ζήλεια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζίλια ουδέτερο (δεν συνηθίζεται στον ενικό)

  • (μουσικό όργανο) δύο μικρές μεταλλικές καστανιέτες, κρόταλα χορευτή / χορεύτριας
    ※  ...η Φλώρα η πεντάμορφη, η Αντριώτισσα, η ασικλού... Που χόρευε πάνω στο πάλκο τσάμικο... Πώπαιζε τα ζίλια και στριφογύριζε το ντέφι στον αέρα (Γιάννης Σκαρίμπας, πεζό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]