ζαής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζαής, ής, ές-ζαοῦς
- που φυσάει δυνατά (άνεμος), τρικυμιώδης, ορμητικός
- ἄνεμος ζαής
- ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον, ζαοῦς Νότου