ζαής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζαής < ζα- (επιτατικό μόριο) και ἄημι (πνέω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ζαής, ής, ές-ζαοῦς

  1. που φυσάει δυνατά (άνεμος), τρικυμιώδης, ορμητικός
    ἄνεμος ζαής
    ὦρσεν ἔπι ζαῆν ἄνεμον, ζαοῦς Νότου