ζευγάρωσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ζευγάρωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ζευγαρώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ζευγαρώνω