ζωγρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζωγρέω < ζωός και ἀγρεύω ( ή + ἐγείρω, οπότε ζωγρέω: επαναφέρω στη ζωή)

Ρήμα[επεξεργασία]

ζωγρέω αρσενικό

  1. αιχμαλωτίζω κάποιον ζωντανό
    τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν
    ὅσοι αὐτῶν ἐζωγρήθησαν, πέδας τε ἔχοντες τὰς ἐφέροντο αὐτοὶ καὶ σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ πεδίον τὸ Τεγεητέων ἐργάζοντο (: όσοι απ΄αυτούς πιάστηκαν ζωντανοί, δέθηκαν με τις αλυσίδες που είχαν φέρει αυτοί οι ίδιοι <νομίζοντας ότι θα νικούσαν> και μέτρησαν την πεδιάδα της Τεγέας με το σχοινί καλλιεργώντας τη γη)
  2. σώνω τη ζωή κάποιου
    ζώγρει δέσποτ᾽ ἄναξ, τὸν σὸν ναετῆρα (κράτα ζωντανό άρχοντα τον υπήκοό σου -Θράκη, ελληνιστικό επίγραμμα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζωγρέω θηλυκό

ζώγρησις-εως