θαλασσώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]θαλασσώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θαλασσώνω
- θα θαλασσώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θαλασσώνω