θείνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θείνω (θέν-j-ω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰen- (συγγενές με λατινικά offendō, σανσκριτικά हन्ति (hánti) κ.ά.)

Ρήμα[επεξεργασία]

θείνω, παθητικό: θείνομαι

Συνώνυμα[επεξεργασία]