θεολογικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεολογικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε θεολογικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

θεολογικώς

Πηγές[επεξεργασία]