θεομαχέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεομαχέω παρασύνθετο του θεομάχος (θεός + μάχομαι)
Ρήμα[επεξεργασία]
θεομαχέω - θεομαχῶ (συνηρημένο)
- μάχομαι θεό, ή θεούς
- είμαι ασεβής, βλάσφημος
- κοὐ θεομαχήσω σῶν λόγων πεισθεὶς ὕπο (Ευριπίδης, Βάκχαι, 325)