θεοποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοποιός < θεο- + -ποιός

Επίθετο[επεξεργασία]

θεοποιός, -ος, -ον

  1. αυτός που δημιουργεί θεούς, ή θεϊκές δυνάμεις
  2. αυτός που θεοποιεί πρόσωπα
  3. κατ' επέκταση ο θεοπλάστης προπαγανδιστής

Παράγωγα[επεξεργασία]