θερμοδότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμοδότης < θερμο- + -δότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμοδότης αρσενικό

  • αυτός που φέρνει ζεστό νερό για το πλύσιμο των χεριών μετά το φαγητό

Πηγές[επεξεργασία]