θνησκόγενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ θνησκόγενος | τὸ θνησκόγενον | οἱ, αἱ θνησκόγενοι | τὰ θνησκόγενα |
Γενική | τοῦ, τῆς θνησκογένου | τοῦ θνησκογένου | τῶν θνησκογένων | τῶν θνησκογένων |
Δοτική | τῷ, τῇ θνησκογένῳ | τῷ θνησκογένῳ | τοῖς, ταῖς θνησκογένοις | τοῖς θνησκογένοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν θνησκόγενον | τὸ θνησκόγενον | τοὺς, τὰς θνησκογένους | τὰ θνησκόγενα |
Κλητική | θνησκόγενε | θνησκόγενον | θνησκόγενοι | θνησκόγενα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | θνησκογένω | |||
Γενική-Δοτική | θνησκογένοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θνησκόγενος < αρχαία ελληνική θνῄσκω + γίγνομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
θνησκόγενος