θρηνηθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]θρηνηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θρηνούμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θρηνούμαι
- θα θρηνηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θρηνούμαι