θρηνολογήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

θρηνολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θρηνολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θρηνολογώ
  3. θα θρηνολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θρηνολογώ