ιβουάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιβουάρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική ivoire

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.vuˈaɾ/

Επίθετο

[επεξεργασία]

ιβουάρ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιβουάρ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]