ιβουάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιβουάρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική ivoire
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ιβουάρ αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο
- που έχει το μπεζ χρώμα του ελεφαντόδοντου που το έχουν επεξεργαστεί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιβουάρ ουδέτερο άκλιτο
- το χρώμα του επεξεργασμένου ελεφαντόδοντου
ιβουάρ (χρώμα):
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)