ιλοκάνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιλοκάνο άκλιτο
- (γλώσσα) ή ομάδα αυστρονησιακών γλωσσών που μιλιέται στις Φιλιππίνες
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- κωδικός γλώσσας: ilo