ισχυρογνωμόνως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισχυρογνωμόνως < ισχυρογνώμων + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
ισχυρογνωμόνως
- (λόγιο) με ισχυρογνώμονα τρόπο, με ισχυρογνωμοσύνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισχυρογνωμόνως
|